Ιστορία της Ελλάδος ΙΑ΄
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805.
Ελλάς
Ας καυχάται ο Αρκάς να είναι προσέληνος
[1], ας σεμνύνεται ο Αθηναίος ως αυτόχθων, απόδειξιν τούτου τον εν τη κόμη του τέττιγα φέρων
[2], ο φιλόσοφος χειραγωγούμενος και από την ιστορία, και από την αδέκαστον παρατήρησιν της φύσεως, διξάζει το θερμόν της Ασίας κλίμα, τας ευφορωτάτας όχθας του Ευφράτου, ως την γενέθλιον εστίαν του ανθρωπίνου γένους. Εκείθεν και μετά τον κατακλυσμόν διεσπάρησαν οι άνθρωποι, και κατεκυρίευσαν αναλόγως τη χρεία των όλην την επιφάνειαν της γης. Εκ της ιεράς Γραφής διδασκόμεθα, ότι Ιωνάν ο υιός του Ιαφέθ είναι ο πατριάρχης όλων των γενών, οπού περιέχονται υπό το γενικόν όνομα Έλληνες
[3], όνομα παραγόμενον από τον Ελισσά, ένα των τεσσάρων υιών του Ιωνάν
[4], από τους οποίους Θαρσείς ο δευτερότοκος κατώκησε την Αχαΐαν, ο Χιττίμ την Μακεδονίαν, και Δοδανίμ ο υστερογενής την Θεσσαλίαν και την Ήπειρον. Όπως αυτοί διείλον αναμεταξύ των την χώραν, οίους πολέμους, και όσας καταστροφάς υπέστησαν, είναι ημίν πάντη άγνωστον, αλλά και αν ήτον γνωστόν, η Ιστορία μικρών βαρβαρικών πολιτειών δεν ημπορούσεν αναμφιβόλως να ανταμείψη τον πόνον της αναζητήσεως. Εις εκείνους τους καιρούς τα βασίλεια ήσαν ευτελή, επειδή πολλάκις μία και μόνη πόλις, της οποίας η πέριξ επικράτεια δεν υπερέβαινε το διάστημα ολίγων ωρών, εκαλλωπίζετο με το μεγαλοπρεπές αυτό όνομα.
[1] Σχολ. Απολ. Ροδ. Βιβλ. Γ΄.
[2] Θουκ. Βιβλ. Α΄.
[3] Γεν. Ι΄. 4.
[4] Οι Έλληνες εν αρχή της νηπιότητός των ωνομάζοντο διαφόρως κατά τους κατά καιρούς αρχηγούς των, όντες διηρημένοι εις διάφορα έθνη, εξ ων το Πελασγικόν ως το ισχυρώτερον και πολύπλανον, μετέδωκε το όνομά του τελευταίον εις όλα τα λοιπά, επωνομάσθη δε ούτως από Πελασγού κατά πρώτον βασιλέως Αρκαδίας τε και Πελοποννίσου, και απογόνου του Γνάχου. Μετά δε έκτην γενεάν από Πελασγού, οι Πελασγοί, ο Αχαιός, Φθίος, και Πελασγός ο νεώτερος, οι Λαρίσσης και Ποσειδώνος υιοί, ορμήσαντες δι’ έλλειψιν τροφής εν τη χώρα των εις την τότε Αιμονίαν ονομαζομένην Θεσσαλίαν, εμέρισαν αυτήν εν γένει Πελασγίαν καλουμένην εις τρία μέρη, Φθιώτιν, Αχαΐαν, και Πελασγιώτιν. Τέλος ο Θεσσαλός και
Γραικός μετωνόμασαν τους υπηκόους των Θεσσαλούς και
Γραικούς. Έζησαν δε οι Πελασγοί πέντε γενεάς ησύχως εν τη καρποφόρω Θεσσαλία, έως ου περί την έκτην γενεάν ο Προμηθέως υιός Δευκαλίων, βασιλεύς της Λυκωρείας επί τον Παρνασσόν
(Διον. Αλ. Βιβ. Α΄. Marm. par. epoch. 2 και 4), διά την πλημμύραν ίσως του Ευξείνου πόντου, ή του Αχελώου ποταμού
(Διοδ. Ε΄. 47. Αριστ. μετεωρ.), τον φημιζόμενον κατακλυσμόν εκείνου του τόπου, αναγκασθείς ώρμησε μετά των Κουρήτων και Λελέγων, των ονομασθέντων έπειτα Αιτωλών και Λοκρών, και άλλων επί τον Παρνασσόν εθνών εις την Θεσσαλίαν, εξ ης διωχθέντες, διεσπάρησαν οι Πελασγοί, οι μεν εις Κρήτην, Βοιωτίαν, Φωκίδα, Εύβοιαν, οι δε εις τινας των Κυκλάδων νήσων, και άλλοι εις την Ήπειρον, και εντεύθεν εις Ιταλίαν.
Επειδή λοιπόν αύτη η φυγή συνέβη επί του Γραικού, οι φυγάδες Πελασγοί επωνομάζοντο γενικώς Γραικοί, και έκτοτε επεκράτησε παρά τοις Ευρωπαίοις να ονομάζωνται οι Έλληνες Γραικοί. (Marmor. parium epocha. 6. Αριστ. μετεωρ. Α΄. Κεφ. 14. Απολλ. Βιβλ. Α΄. Κεφ. 7.)
Αποθανόντος δε του Δευκαλίωνος, επωνομάσθησαν οι Θεσσαλοί μόνον Έλληνες από Έλληνος υιού αυτού, ωσάν οπού έτι επί του Ομήρου Έλληνες μεν ωνομάζοντο μόνον οι ελθόντες μετά του Αχιλλέως από την Φθιώτιν της Θεσσαλίας (Ιλ. β. Θουκ. Βιβλ. Α΄. Στρ. ιΔ΄.), οι δε λοιποί Αργείοι, Αχαιοί, και Δαναοί. Αλλά τέλος διεδόθη το όνομα Έλληνες μετά την εισαγωγήν των Ολυμπίων (Ηρ. Ε΄. Πριδεαύξ. Ι΄.) γενικώς εις όλον το έθνος, διάτε την δύναμιν και τας αποικίας των του Έλληνος υιών, Αιόλου, Δώρου, και Ξούθου (Θουκ. Βιβλ. α΄.)
Ο μεν Αίολος λαβών την διοίκησιν της Φθιώτιδος παρά του πατρός του, επωνόμασε τους υπηκόους του Αιολείς, εξ ου κατήγοντο οι Θεσσαλοί, οι Μακεδόνες, οι και τοις Δωριεύσιν έπειτα επεπλέχθησαν, οι Ακαρνάνες, οι Αιτωλοί, οι Λοκροί, οι Φωκεις, αι δυτικαί νήσοι Ζάκυνθος, Κεφαλληνία, και Ιθάκη, αι Αιολικαί εν Σικελία, Ασία, ιταλία κτ. αποικίαι (Στρ. Η΄.). Μετά τον θάνατον του Αιόλου βασιλεύει της Φθιώτιδος ο του Ξούθου υιός Αχαιός, αφ’ ου και οι υπ’ αυτόν Αχαιοί εκλήθησαν. Τούτω ακολουθεί ο Μυρμιδών, αφ’ ου και Μυρμιδόνες, κτ.
Ο δε Δώρος ο δεύτερος υιός του Έλληνος έλαβε την Εστιαιώτιν της Θεσσαλίας, μετονομάσας τους εγκατοίκους Δωριείς. Τούτου δε οι απόγονοι διωχθέντες από τους Περραιβούς, οι μεν πλείστοι κατώκησαν την Μακεδονίαν, ο δε υιός του Δώρου Τέκταμος ήλθε μετ’ α΄λλων Δωριέων, Αιολών, και Πελασγών εις Κρήτην, αφ’ ου ο Μίνως και οι από τούτου κατάγονται. Από Μακεδονίας ήλθον τινές Δωριείς διά Θεσσαλίας εις τα Οιταία όρη, κτίσαντες την Δωρικήν τετράπολιν. Εις δε των βασιλέων των έλαβε τον υιόν του Ηρακλέους Ύλλον ως υιόν, και έκτοτε οι Ηρακλείδαι ως Δωριείς ενομίζοντο. Από τούτων κατήγοντο οι Λακεδαιμόνιοι, Μακεδόνες, αποικίαι τινές εν Ασία, Ιταλία, μεγάλη ελλάδι, και Σικελία, κτ. (Παυς. Δ΄.).
Ο δε τρίτος υιός του Έλληνος Ξούθος, καταδιωκόμενος υπό των αδελφών του έφυγε εις την Αττικήν, όπου εγέννησεν εκ της θυγατρός του αυτόσε βασιλέως Ερεχθέως δύο παίδας, Ίωνα και Αχαιόν, ων ο μεν πρώτος έλαβε μεν παρά του Ερεχθέως την διοίκησιν διά τα αρετάς του, αφ’ ου και οι Αθηναίοι τότε Ίωνες ωνομάζοντο, και άχρι τούδε γενικώς παρά τοις Άραψι κτ. οι Έλληνες «γιουνάνου» καλούνται, εξωσθείς δε εν ολίγω υπό των του Ερεχθέως υιών, κατώκησε το μέρος της Πελοποννήσου, όπερ ωνομάζετο πρότερον μεν Αιγιαλός, ύστερον δε Αχαΐα, και τέλος μετά την επάνοδον των Ηρακλειδών εκδιωχθείς, έφυγε μετά των υπηκόων του, και Νηλέως υιού του Κόδρου, και άλλων, εις την μικράν Ασίαν, εξ ης εξεδιώχθησαν οι Πελασγοί, κάρες, και Λέλεγες, ο δε Αχαιός βοηθεία Αθηναίων απελθών εις Θεσσαλίαν, εκυρίευσε της πατρικής του βασιλείας, της Φθιώτιδος, αφ’ ου και οι Αιολείς Αχαιοί ωνομάσθησαν. Αλλ’ οι υιοί αυτού αποθανόντος πάλιν διωχθέντες, ήλθον μετά πολλών Αιολών εις Πελοπήννησον, κυριεύσαντες το Άργος, και την Λακεδαίμονα, ων οι κάτοικοι Αχαιοί προσηγορεύθησαν. Μετά δε την επάνοδον των Ηρακλειδών διωκόμενοι, κατώκισαν, Τισαμένου στρατηγούντος, τον Κορινθιακόν ισθμόν, εξελάσαντες τους Ίωνας από τας δώδεκα πόλεις, και ονομάσαντες Αχαΐαν.
Εν ω δε οι του Έλληνος απόγονοι μετώκουν εις όλην την Ελλάδα, έφερον αποικίας ο μεν Κέκροψ απ’ Αιγύπτου [1570 π.Χ.] εις τας Αθήνας, ο δε Δαναός από Χέμμιν [1572 π.Χ.] ομοίως εν Αιγύπτω εις την Πελοπόννησον, ο δε Κάδμος από Φοινίκης [1549 π.Χ.] εις Βοιωτίαν, και ο Πέλοψ από Φρυγίας [1423 π.Χ.] εις το Άργος.