Ιστορία της Ελλάδος ΙΕ΄
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805.
Κέκροψ
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ της Αττικής ην εξ αρχής πολυανθρωπότερον, ή αι πλησιόχωροι ισόχρονοι δυναστείαι[1]. Ο πρώτος βασιλεύς ονομάζεται Ώγυγος[2], εφ’ ου έγινεν ο Ωγύγιος καλούμενος κατακλυσμός επί της Αττικής. Η αληθής όμως σύστασίς της ήρξατο από του Κέκροπος. Ούτος ορμώμενος από της εν Αιγύπτω Σαΐδος[3], κατήχθη μετά των εταίρων του εις την Αττικήν, όπου ο τότε βασιλεύων Ακταίος, αφ’ ου ωνομάζετο και η Αττική Ακτή[4], υποδεξάμενος αυτόν, και συζεύξας αυτώ την θυγατέρα του Άγραυλον, άφησε διάδοχον του θρόνου. Ο Κέκροψ εν τοις 50 έτεσιν οπού διώκησε, μετέπλασε θείως τωόντι τας αγρίας ψυχάς των υπηκόων του, έδειξεν αυτοίς πολλά κάρπιμα δένδρα προς συντήρησίν των, διέταξε τα γαμικά καθήκοντα προς εταιρικήν ησυχίαν[5], συνέστησε το σεβασμιώτατον κριτήριον του Αρείου πάγου[6], το οποίον έδειξεν εις τους Έλληνας πρωϊμώτατα την εκ της δικαιοσύνης σωτηρίαν[7], διώρισεν άκρως σοφώς να θάπτωσι τους νεκρούς[8], συνήψε τους Αθηναίους προς ασφάλειάν των εις δώδεκα δήμους, ήτοι πόλεις[9], και εισήγαγε την Αιγυπτιακήν θεοκρατίαν[10]. Διά ταύτα και αποθανών ετιμήθη ως θεός[11].
[1] Θουκ. Α΄. β΄.
[2] Παυσ. Αττ. Κεφ. 38.
[3] πλατ. εν Τιμ.
[4] Στεφ. Βυζ. εν λεξ. ακτή.
[5] Αριστ. πλουτ. 773.
[6] Ο Άρειος πάγος ωνομάσθη αφ’ ενός όρους πλησίον του φρουρίου, αφιερωμένου τω Άρεϊ. Τούτο το σεβάσμιον κριτήριον συνιστάμενον από τους ευγενεστέρους, πλουσιωτέρους, και εναρετωτέρους πολίτας, ετιμάτο τόσον υπό πάντων, ώστε όλαι αι πόλεις της Ελλάδος εκρίνοντο εις τας ιδιαιτέρας διχονοίας εκουσίως υπ’ αυτού, του οποίου η γενική υπόληψις διεσώθη άχρι του Περικλέους, όστις μη δυνάμενος να γένη Αρειοπαγίτης διά το μη είναι άρχοντα, ηχρείωσε παντοίω τρόπω τούτο το κριτήριον, φθείρας την τε υπόληψιν και την δύναμιν.
[7] Δημοσθ. κατά αριστοκρ.
[8] Cicer. de leg. lib. II
[9] Στρ. Βιβλ. Θ΄.
[10] Μάλιστα δε την λατρείαν του Διός επονομαζομένου υψίστου, και της Αθηνάς, αφ’ ης και η πόλις ωνομάσθη.
[11] Ο Κέκροψ ωνομάσθη διφυής. Η αιτία τούτου είναι έτι άγνωστος. Οι μεν λέγουσι, διότι διώρισε τον γάμον (Σουΐδ. εν λεξ. Κεκρ.), άλλοι δε, διότι εγίγνωσκε δύο διαλέκτους, την πάτριον και την Ελληνικήν (Ευς. χρον.) και άλλοι άλλως προς το δοκούν υποτιθέντες. Μήπως ωνομάσθη Διφυής, επειδή ενομίζετο θεός και άνθρωπος; Εγώ ευρίσκω αυτήν την δόξαν πιθανωτέραν, ίσως ως εδικήν μου; Ο αναγνώστης ας κρίνη, αν δεκάζωμαι υπό της φιλαυτίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου