Ιστορία της Ελλάδος ΙΔ΄
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805.
Μυκήνες – Πελοπίδες – Ηρακλείδες
Μ’ ΌΛΟΝ ΟΠΟΎ το βασίλειον των Αθηνών είναι αρχαιότερον του Μυκηναίου, η σειρά όμως του λόγου απαιτεί να διέλθωμεν εν συνόψει το βασίλειον των Μυκηνών πρότερον. λυγκεύς ο Αιγύπτου εγέννησεν εξ Υπερμνήστρας της Δαναΐδος τον Άβαντα, Άβας δε εγέννησε Προίτον και Ακρίσιον διδύμους, οίτινες στασιάσαντες προς αλλήλους, εμερίσαντο το Άργος δι’ όπλων[1]. Και ούτω Προίτος μεν εβασίλευσε Τίρυνθος, Ακρίσιος δε Άργους. Περσεύς[2] όμως, ο Δανάης της θυγατρός του Ακρισίου υιός, άκων αποκτείνας τον πάππον, και αισχυνόμενος να επανέλθη εις το Άργος, ηλλάξατο με τον υιόν του Προίτου Μεγαπένθην, και έλαβεν αντί του Άργους την τίρυνθα, ης μητρόπολιν απέδειξε τας Μυκήνας[3]. Τον Περσέα διεδέχθησαν οι υιοί του, Αλκαίος πατήρ του Αμφιτρύωνος, Ηλεκτρύων πατήρ της Αλκμήνης, και Σθένελος, του οποίου ο υιός Ευρυσθεύς μόνος βασιλεύσας μετέπειτα των Μυκηνών, είναι περίφημος εις τα ελληνικά χρονικά διά το προς τον εξάδελφόν του Ηρακλέα μίσος. Δεν είναι λαμμία λαμπρά πράξις, οπού να μην ανέθεσαν οι Έλληνες εις αυτόν τον τριέσπερον ηρωάτων. Μέγιστος (τριών πήχεων και ¼) το ανάστημα[4], ανδρειότατος, έπρεπε μ’ όλον τούτο να εκτελή τας προσταγάς του Ευρυσθέως, αις κατά το πεπρωμένον πειθόμενος, κατώρθωσε τους δώδεκα θρυλλούμενους άθλους[5]. Οι παίδες δε του Ηρακλέους εβδομήκοντα δύο τον αριθμόν, εν οις μόνον μία θυγάτηρ[6], διωκόμενοι υπό του Ευρυσθέως, νικήσαντες αυτόν, εξεβλήθησαν πάλιν του Άργους, και βασιλεύουσι του Άργους και των Μυκηνών οι Πελοπίδαι[7], ο Ατρεύς, ο Θυέστης, ο Αγαμέμνων, έως ότου επελθόντες πάλιν η[8] Ηρακλείδαι, κατέλυσαν όλας τας Πελοποννησιακάς εξουσίας, και διελόμενοι εις τρία όλην την Χερσόνησον[9] εβασίλευσαν[10].
[1] Ούτοι εύρον πρώτοι τας ασπίδας.
[2] Σύγχρονος τω Περσεί ην ο Πέλοψ, ο υιός του Ταντάλου βασιλέως Φρυγίας (Ις. Ελ. εγκ. Στρ. Βιβ. η΄.), ή κατά τον Πίνδ. (Ολ. α΄.) της Λυδίας, ο πλουσιώτατος και δυνατώτατος των τότε, όστις ελθών εκείθεν, και κυριεύσας την Πελοπόννησον, αφ’ ου και επωνομάσθη, έγημε την Ιπποδάμειαν, θυγατέρα του εν Ηλεία βασιλέως Οινομάου, συζεύξας την εαυτού θυγατέρα Αστυδάμειαν μετά του Σθενέλου πατρός του Ευρυσθέως, ούτινος φονευθέντος εν τη μάχη υπό των Ηρακλειδών, βασιλεύει των Μυκηνών ο Πέλοπος υιός Ατρεύς, και ούτως αι οικίαι του Περσέως και Πέλοπος ενωθείσαι εις την οικίαν του τελευταίου, εξαπλώθησαν καθ’ όλην σχεδόν την Πελοπόννησον.
[3] Απολλ. Βιβλ. Β΄. Κεφ. Δ΄.
[4] Ηράκλ. Ποντ. Γ΄.
[5] Ούτος ο μέγας Ήρως της Ελλάδος εγεννήθη εν Θήβαις της βοιωτίας υπό Αλκμήνης γυναικός Αμφιτρύωνος του αυτόσε βασιλέως. Ο Ευρυσθεύς φθονών κρυφίως την λαμπράν γέννησιν και ανδρείαν τούτου του Ήρωος, ηνάγκασεν αυτόν εις διαφόρους κινδύνους, ως οι θρυλλούμενοι δώδεκα άθλοι μαρτυρούσιν. Αλλ’ η περιγραφή των κατορθωμάτων του, ως πλήρης ούσα πάσης Μυθολογικής πλάσεως και δυσειδαιμονίας, εγκαταλιμπάνεται ενταύθα. Διότι τί άλλο πρέπει να εννοήσωμεν υπό την εικόνα του Νεμαίου λέοντος, της επτακεφάλου Ύδρας, κτ., ή ληστάς, κακοτρόπους, και τυράννους καταδαμασθέντας υπ’ αυτού; Κατ’ εκείνους τους καιρούς ο πλανώμενος βίος των ενδοξοτέρων ανδρών, ην ως φαίνεται πάγκοινος, καθώς μαρτυρεί περισσότερον και η κατ’ εκείνον τον καιρόν συμβάσα εκστρατεία των Αργοναυτών (π.Χ. 1350), μεθ’ ων 50 τον αριθμόν, των ενδοξοτέρων και ανδρειοτέρων της Ελλάδος, πλεύσας ο Ιάσων βασιλεύς της Ιωλκού και υιός του Αίσονος επί του πλοίου της Αργούς κατασκευασθέντος υπό του Άργου από τον λιμένα της Θεσσαλίας προς τη Ιωλκώ, ήλθε μετά πολλούς κινδύνους και μυθώδεις τύχας εις την Κολχίδα της Ασίας, προς αρπαγήν των του Αιήτου βασιλέως ταύτης θησαυρών, επ’ ονόματι του χρυσού δέρατος, όπερ και επιτυχών διά βοηθείας της μηδείας θυγατρός του Αιήτου, επέστρεψε μετ’ αυτής νικητής εις Ιωλκόν, όπου και λαβών αυτήν εις γυναίκα κατά την υπόσχεσιν, είτα την απέβαλε φυγούσαν εις τον Αιγέα βασιλέα των Αθηνών. Η επιστήμη ταύτης της γυναικός εις την μαγείαν και γοητείαν, και αι τραγικαί τύχαι προξένησαν μεγάλον κρότον εις τα συγγράμματα των Ποιητών.
[6] Αριστ. ζώων ιστορ. Βιβ. Ζ΄. Κεφ. ς΄.
[7] Θουκ. Βιβ. Α΄. Κεφ. ς΄.
[8] η αντί του σωστού οι. προφανώς πρόκειται για τυπογραφικό λάθος.
[9] Απολ. Βιβλ. Β΄.
[10] Ογδοήκοντα χρόνους μετά την άλωσιν της Τρωάδος, έγινε μία γενική σχεδόν μεταβολή εις την Ελλάδα. Οι Ηρακλείδαι εκλήθησαν από τας Αθήνας, όπου κατέφυγον διωκόμενοι υπό του Ευρυσθέως, εις κατοίκισιν της Δωρίδος, ης ο βασιλεύς (Στρ. Βιβ. Θ’.) λαβών τον πρεσβύτερον υιόν του Ηρακλέους Ύλλον χάριν του πατρός του ως υιόν, αφήκε διάδοχον. Και ούτω γενόμενοι οι Ηρακλείδαι εξ εξορίστων και ταπεινών μεγάλοι βασιλείς, και δυσαρεστούμενοι μεταξύ των αγρίων της Οίτης και του Παρνασσού, εζήτουν οικειοποιούμενοι το μεν βασίλειον του Άργους ως απόγονοι του Περσέως, το δε της Μεσσήνης και Λακεδαίμονος ως απόγονοι του κυριεύσαντος αυτά Ηρακλεόυς, ων εστερήθησαν διά την υπεροχήν των Πελοπιδών. Δις δοκιμάσαντες να διέλθωσιν τον ισθμόν, απέτυχον, φονεύσαντες εν μια μάχη τον Ευρυσθέα. Τέλος δε ο Τήμενος, Κρεσφόντης, και Αριστόδημος, απόγονοι του Ύλλου, ορμισθέντες από την Ναύπακτον μετά του Οξύλου βασιλέως της Αιτωλίας και ενός πολυαρίθμου στρατεύματος, διήλθον τον Κορινθιακόν κόλπον, λεηλατίσαντες την Χερσόνησον (Ηροδ. Βιβ. Θ΄. Παυσ. Βιβ. Α΄. Β΄. Πολυβ. Βιβ. Α΄. β΄. κτ.), και εκδιώξαντες τον τότε βασιλεύοντα υιόν του ορέστου Τισαμενόν, μεθ’ ου οι φυγάδες υπήκοοί του Αχαιοί ορμήσαντες επί τους Ίωνας, οπού κατώκαουν του δυτικού αιγιαλού του Κορινθιακού Ισθμού, και νικήσαντες, αποθανόντος ενδόξως του βασιλέως των εν τη μάχη, εξεδίωξαν αυτούς της χώρας, η και Αχαΐα επωνομάσθη. Ούτως ο μεν Τήμενος έλαβε το Άργος, ο δε Κρεσφόντης την Μεσσήνην, ο δε Όξυλος την Ηλείαν, και του Αριστοδήμου αποθανόντος οι δύο υιοί, Ευρυσθένης και Προκλής, συνεβασίλευσαν της Σπάρτης. (Παυς. Βιβ. Β΄. κτ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου