Ιστορία της Ελλάδος ΙΖ΄
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805
Θησεύς
Η αληθής όμως λαμπρότης των Αθηνών χρονολογείται από του Θησέως [1322 π.Χ.], δεκάτου βασιλέως της Αττικής από του Κέκροπος. Ούτος ην υιός του Αιγέως και της Αίθρας[1], ανατραφείς δε εν Τροιζήνι, εις την οποίαν η εύκλεια των άθλων του συγγενούς του Ηρακλέους ανηρέθισε την φιλαυτίαν του, απεφάσισε να μιμηθή αυτόν τον Ήρωα[2]. Η κατάλυσις πολλών κακούργων, η νίκη κατά των Παλλαντιδών, οίτινες εζήτουν να κυριεύσωσι τον θρόνον, η θυσία ενός αγρίου ταύρου, όστις έφθειρε τα πέριξ του Μαραθώνος, χαρακτηρίζουσι την ιδιωτικήν του ζωή. Ιδιαιτέρως δε είλκυσε την εύνοιαν των Αθηναίων, ηλευθέρωσεν αυτούς από τον φόρον, οπού έδιδον κατά καιρούς εις τον Μίνωα βασιλέα της Κρήτης, του οποίου τον υιόν δολοφονήσαντες οι Αθηναίοι, κατεδικάσθησαν απ’αυτόν, όστις πρώτος εν τη Ελλάδι εκτήσατο ναυτικόν, και υπέταξε τας Κυκλάδας νήσους, να προσφέρωσι κατ’ έτος επτά νέους, και ισαρίθμους νέας. Ο Θησεύς κινδυνεύσας την ζωήν του, υπήγεν εις των επτά εις την Κρήτην, όπου θαυμασθείς διά την ανδρείαν του, και λαβών γυναίκα την Αριάδνην, θυγατέρα του Μίνωος, ηλευθέρωσε του γένος του της δουλείας, άξιος της βασιλείας έργω φανείς, ης και έτυχε μετά την από της Κρήτης επιστροφής του. Ευθύς έπειτα συνήψε τους Αθηναίους εις μίαν πόλιν, και περιορίσας μ.όνος του την βασιλικήν αξίαν, συνέστησε το δημοκρατικόν σύστημα, και εκήρυξε τον εαυτόν του μόνον υπερασπιστήν των νόμων, και αρχηγόν της Δημοκρατίας. Ο Θησεύς ήθελεν υπερβή βεβαίως όλους τους απ’ αιώνος βασιλείς κατά το μέγεθος της δόξης, αν δεν ετυφλούτο από μίαν άκαιρον φιλονεικίαν να μιμηθή τον Ηρακλέα, αρπάσας την Ελένην ενναετή ούσαν μετά Πειρίθου του ειλικρινεστάτου φίλου του, δι’ ου παρώξυνε τους αδελφούς της κατ’ αυτού, και προυξένησε μίαν εισβολήν εις την Αττικήν, απών αυτός προς εκτέλεσιν μικρών κατορθωμάτων, και φυλακωθείς εν Ηπείρω υπό του Αϊδωνέως, του οποίου την θυγατέρα έμελλε να αρπάση διά του Πειρίθου. Οι υπήκοοί του τον εμίσησαν, το οποίον βλέπων, ανεχώρησεν εις Σκύρον, όπου απέθανεν[3], έτη βασιλεύσας τριάκοντα.
[1] Ο Αιγεύς προβεβηκώς ων τη ηλικία, έμεινεν άτεκνος, κάιτοι δις υπανδρευθείς, δι’ όπερ επιβουλευόμενος και καταφρονούμενος υπό των πολυαρίθμων υιών του Πάλλαντος, νεωτάτου αδελφού του, ελθών εις Δελφούς, ηρώτησε τον χρησμόν περί διαδόχου. Επειδή δε η απόκρισις ην σκοτεινή και δυσνόητος κατά το σύνηθες, προσέδραμε προς εξήγησιν εις τον Πελοπίδη Πιτθέα, βασιλέα της Τροιζήνος, όστις συνείς τον χρησμόν, συγκατέκλινε τον Αιγέα μεθύσαντα μετά της θυγατρός του Αίθρας, ήτις και ου πολύ μετά την αναχώρησιν του Αιγέως εγέννησε τον Θησέα, ο οποίος κατελθών διά ξηράς μετά πολλούς κινδύνους και ανδραγαθίας εις Αθήνας, ολίγον έλειψε να φαρμακωθή εις εν συμπόσιον υπό της ζηλοτύπου μηδείας αυτόσε ευρισκομένης, αναγνωρισθής δε παρά του πατρός του από τινα σημεία, ανεκηρύχθη διάδοχος, νικήσας έπειτα μάχη τους επιβουλεύοντας Παλλαντίδας. Ούτος συνέστησε την κοινήν των Αθηναίων εορτήν Αθήναια ονομαζομένη, ύστερον δε απ’ αυτού Παναθήναια κληθείσαν, και έκτοτε οι Αθηναίοι ωνομάζοντο ενί και τω αυτώ ονόματι, επειδή πρώτον εκαλούντο διαφόρως, δηλ. από το γένος Ίωνες, από την χώραν Αττικοί, από τους βασιλείς Κραναοί, Κεκρόπιοι, Ερεχθείδαι. Αυτός σύνηψε τους δώδεκα δήμους του Κέκροπος, όθεν προήρχοντο πολλά άτοπα διά το πολυκέφαλον, εις μίαν πόλιν, και συνέστησε τους Ισθμιακούς αγώνας. Μετ’ αυτόν παραλαβών ο Μενεσθεύς [1293 π.Χ.] την βασιλείαν, εστρατήγει των Αθηναίων εις τον Τρωϊκόν πόλεμον.
[2] Πλουτ. εν βίω Θησ.
[3] Πλουτ. εν βίω Θησ.
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805
Θησεύς
Η αληθής όμως λαμπρότης των Αθηνών χρονολογείται από του Θησέως [1322 π.Χ.], δεκάτου βασιλέως της Αττικής από του Κέκροπος. Ούτος ην υιός του Αιγέως και της Αίθρας[1], ανατραφείς δε εν Τροιζήνι, εις την οποίαν η εύκλεια των άθλων του συγγενούς του Ηρακλέους ανηρέθισε την φιλαυτίαν του, απεφάσισε να μιμηθή αυτόν τον Ήρωα[2]. Η κατάλυσις πολλών κακούργων, η νίκη κατά των Παλλαντιδών, οίτινες εζήτουν να κυριεύσωσι τον θρόνον, η θυσία ενός αγρίου ταύρου, όστις έφθειρε τα πέριξ του Μαραθώνος, χαρακτηρίζουσι την ιδιωτικήν του ζωή. Ιδιαιτέρως δε είλκυσε την εύνοιαν των Αθηναίων, ηλευθέρωσεν αυτούς από τον φόρον, οπού έδιδον κατά καιρούς εις τον Μίνωα βασιλέα της Κρήτης, του οποίου τον υιόν δολοφονήσαντες οι Αθηναίοι, κατεδικάσθησαν απ’αυτόν, όστις πρώτος εν τη Ελλάδι εκτήσατο ναυτικόν, και υπέταξε τας Κυκλάδας νήσους, να προσφέρωσι κατ’ έτος επτά νέους, και ισαρίθμους νέας. Ο Θησεύς κινδυνεύσας την ζωήν του, υπήγεν εις των επτά εις την Κρήτην, όπου θαυμασθείς διά την ανδρείαν του, και λαβών γυναίκα την Αριάδνην, θυγατέρα του Μίνωος, ηλευθέρωσε του γένος του της δουλείας, άξιος της βασιλείας έργω φανείς, ης και έτυχε μετά την από της Κρήτης επιστροφής του. Ευθύς έπειτα συνήψε τους Αθηναίους εις μίαν πόλιν, και περιορίσας μ.όνος του την βασιλικήν αξίαν, συνέστησε το δημοκρατικόν σύστημα, και εκήρυξε τον εαυτόν του μόνον υπερασπιστήν των νόμων, και αρχηγόν της Δημοκρατίας. Ο Θησεύς ήθελεν υπερβή βεβαίως όλους τους απ’ αιώνος βασιλείς κατά το μέγεθος της δόξης, αν δεν ετυφλούτο από μίαν άκαιρον φιλονεικίαν να μιμηθή τον Ηρακλέα, αρπάσας την Ελένην ενναετή ούσαν μετά Πειρίθου του ειλικρινεστάτου φίλου του, δι’ ου παρώξυνε τους αδελφούς της κατ’ αυτού, και προυξένησε μίαν εισβολήν εις την Αττικήν, απών αυτός προς εκτέλεσιν μικρών κατορθωμάτων, και φυλακωθείς εν Ηπείρω υπό του Αϊδωνέως, του οποίου την θυγατέρα έμελλε να αρπάση διά του Πειρίθου. Οι υπήκοοί του τον εμίσησαν, το οποίον βλέπων, ανεχώρησεν εις Σκύρον, όπου απέθανεν[3], έτη βασιλεύσας τριάκοντα.
[1] Ο Αιγεύς προβεβηκώς ων τη ηλικία, έμεινεν άτεκνος, κάιτοι δις υπανδρευθείς, δι’ όπερ επιβουλευόμενος και καταφρονούμενος υπό των πολυαρίθμων υιών του Πάλλαντος, νεωτάτου αδελφού του, ελθών εις Δελφούς, ηρώτησε τον χρησμόν περί διαδόχου. Επειδή δε η απόκρισις ην σκοτεινή και δυσνόητος κατά το σύνηθες, προσέδραμε προς εξήγησιν εις τον Πελοπίδη Πιτθέα, βασιλέα της Τροιζήνος, όστις συνείς τον χρησμόν, συγκατέκλινε τον Αιγέα μεθύσαντα μετά της θυγατρός του Αίθρας, ήτις και ου πολύ μετά την αναχώρησιν του Αιγέως εγέννησε τον Θησέα, ο οποίος κατελθών διά ξηράς μετά πολλούς κινδύνους και ανδραγαθίας εις Αθήνας, ολίγον έλειψε να φαρμακωθή εις εν συμπόσιον υπό της ζηλοτύπου μηδείας αυτόσε ευρισκομένης, αναγνωρισθής δε παρά του πατρός του από τινα σημεία, ανεκηρύχθη διάδοχος, νικήσας έπειτα μάχη τους επιβουλεύοντας Παλλαντίδας. Ούτος συνέστησε την κοινήν των Αθηναίων εορτήν Αθήναια ονομαζομένη, ύστερον δε απ’ αυτού Παναθήναια κληθείσαν, και έκτοτε οι Αθηναίοι ωνομάζοντο ενί και τω αυτώ ονόματι, επειδή πρώτον εκαλούντο διαφόρως, δηλ. από το γένος Ίωνες, από την χώραν Αττικοί, από τους βασιλείς Κραναοί, Κεκρόπιοι, Ερεχθείδαι. Αυτός σύνηψε τους δώδεκα δήμους του Κέκροπος, όθεν προήρχοντο πολλά άτοπα διά το πολυκέφαλον, εις μίαν πόλιν, και συνέστησε τους Ισθμιακούς αγώνας. Μετ’ αυτόν παραλαβών ο Μενεσθεύς [1293 π.Χ.] την βασιλείαν, εστρατήγει των Αθηναίων εις τον Τρωϊκόν πόλεμον.
[2] Πλουτ. εν βίω Θησ.
[3] Πλουτ. εν βίω Θησ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου