Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805.
Σικυών
Μετά την διασποράν των οι υιοί του Ιωνάν εβυθίσθησαν ακαταλύπτως εις μίαν ζωώδη κατάστασιν. Οι παλαιοί Συγγραφείς παριστώσιν ημίν τους πρώτους κατοίκους της Ελλάδος όχι μόνον, ως οι Τρωγλοδίται, κατοικούντας εις σπήλαια, από τα οποία μόνον η ανάγκη τους εξέβαλεν, οδηγούσα αυτούς εις αναζήτησιν τροφής, αλλά και εις διηνεκείς εμφυλίους αιματοχυσίας[1], επειδή ο μικρότερος λειμών, ο ευτελέστερος αγρός, ήτον ικανός να προξενήση ρείθρω όλα αιμάτων εν ταις μνησικάκοις φυλαίς των βαρβάρων. Εις τοιούτον όμως τερπνότατον κλίμα η ανθρωπότης δεν ημπορεί να έρπη πολύν χρόνον, μηδέν διαφέρουσα της αλόγου κτίσεως. Πολλαί αποικίαι διαπεραιωθείσαι από τους αιγιαλούς της Αιγύπτου και της Φοινίκης εις τα παραθαλάσσια της Ελλάδος, ήρξαντο να διδάσκωσι τα εξηγριωθέντα έθνη καθήκοντα και προς άλληλα, και προς το ύπατον Ον, και ούτως αι πρώται μετοικεσίαι ωνομάσθησαν βασιλείαι.
Εάν θελήση λοιπόν τίς να περιγράψη ανιχνεύων τας ιδιαιτέρας περιπετείας αυτών των βασιλιδίων, το οποίον ανήκει μάλλον τω Οικονομικώ, ή τω Ιστορικώ, ο τοιούτος ήθελεν επιφορτίση βεβαίως τον αναγνώστην επαχθώς και ανωφελώς με μίαν τοιαύτην ματαιοπονίαν. Εις ημάς αρκεί μόνον να σημειώσωμεν, ότι το πρώτιστον βασίλειον εις την Ελλάδα ην το της Σικυώνος [κτ. κ. 1915 – π.Χ. 2089.], του οποίου η αρχή υποτίθεται 1313 έτη προ της πρώτης Ολυμπιάδος κατά τον Ευσέβιον[2], πρέπει δε να ήτον δυνατόν βασίλειον, επειδή διήρκεσε περί τα χίλια έτη, από τον Αιγιαλέα δηλ. τον πρώτον των Σικυωνίων βασιλέα, έως του ιε΄ έτους της επανόδου των Ηρακλειδών εις την Πελοπόννησον, εις ημάς όμως δεν διεσώθησαν, ειμή τα ονόματα μόνον των βασιλέων[3].
[1] Η Ελλάς κατά τους αρχαιοτάτους καιρούς ωμοίαζε με εν ακαλλιέργητον δάσος, κατοικουμένη από αμαθείς και αγρίους, και τρεφομένους από φυτά, καρπούς, και ρίζας (Ισοκρ. εν παν. Lucret. V, 964.) Πρώτος ο Πελασγός εδίδαξεν αυτούς να τρέφωνται από βαλάνους, να κατοικώσιν εις καλύβας, και να περιθάλπωσι το σώμα των με τα δέρματα των ζώων, δι’ ο και μεγάλως ύστερον ετιμήθη (Παυς. κεφ. Η΄.). Την Γεωργίαν ηγνόουν παντάπασι, και δεν είχον άλλους νόμους, ειμή την ισχύν του σώματος. Κατ’ ολίγον ήρξαντο με να ζώσι κοινωνικώτερον υπό διαφόρους αρχηγούς, αλλά και τούτων όσοι κατώκουν καρποφόρον γην, κατεπολεμών το αλλήλοις, επικρατούντος του δυνατοτέρου μέρους, διό και κάθε χρόνον σχεδόν μετήλλατεν η Θετταλία, Πελοπόννησος, και άλλοι καρποφόροι τόποι της Ελλάδος, τους διοικητάς και εγκατοίκους, όσοι δε κατώκουν γην άκαρπον και λεπτοτάτην, έμενον ειρηνικοί χωρίς να φοβώνται από εισδρομάς εχθρών, καθώς ηκολούθησεν εν τη Αττική (Θουκ. Βιβλ. Α΄.). Αλλά και ότε συνεισήχθη η Γεωργική, και άρχησαν να ζώσι κατά πόλεις και κώμας, δεν αφήκαν τας καταδρομάς και αρπαγάς, αλλ’ ειργάζοντο την πειρατικήν άχρι πολλού καιρού, ουκ αισχυνόμενοι, αλλά μάλλον καυχώμενοι επί τη εμπειρία των. Η παλαιά διοίκησις ην βαρβαρική και απολίτευτος, ώστε πάσα πόλις και κώμη ήτον σχεδόν ως μία μικρά τυραννία, διοικουμένη από ένα αρχηγόν ονομαζόμενον μ’ όλον τούτο βασιλέα. Οι νόμοι ήσαν άγνωστοι αυτοίς έως του καιρού των εν Αθήναις αρχόντων. Ο Κάδμος, Ορφεύς, Μεσσαίος, και άλλοι έφερον απ’ Αιγύπτου την τέχνην του γράφειν, την Αριθμητικήν, Ναυτικήν, και Εμπορικήν. Η Αστρονομία εισήχθη μετά πολύν καιρόν από την Βαβυλώνα, η δε Γεωμετρία και Φιλοσοφία από την Αίγυπτον και Ιουδαίαν, η δε μαγεία από την Περσίαν (Ηροδ. Βιβλ. Β΄. Διόδ. Α΄. Tat. orat. contra graecos princ.). Ο Κέκροψ παρέδωκε κατ’ αρχάς εις τους Έλληνας κατά τον Παυσανίαν την Αιγυπτιακήν θρησκείαν, και τέλος ο Ορφεύς, Λαίδαλος, και Μελάμπους επεσώρευσαν αυτούς με πάσαν Αιγυπτιακήν συσειδαιμονίαν.
[2] Εν χρον.
[3] Μεγάλη διαφωνία ευρίσκεται μεταξύ των Συγγραφέων τόσον διά την τάξιν και τον αριθμόν, όσον και διά τα ονόματα των βασιλέων. Οι πρώτοι κάτοικοι της Σικυώνος ήσαν αναμφιβόλως ο[ι] Πελασγοί (Ηρόδ. Βιβ. Ζ΄.) ωνομάσθη δε κατά πρώτον μεν Αιγιαλεία ή Αιγιαλός, ήτοι από τον Αιγιαλέα πρώτον βασιλέα της (Παυς. Ζ΄.), ή από την χώραν, έπειτα δε Ιωνία από Ίωνος υιού του Ξάνθου, επομένως δε Αχαΐα, ότε εξωσθέντες οι Αχαιοί του Άργους και της Λακεδαίμονος υπό των Ηρακλειδών, εξουσίασαν μάχη της χώρας των Σικυωνίων, διαμερισθέντες εις τα[ς] δώδεκα πόλεις των Ιώνων (Παυς. Β΄. Στρ. Η΄.), και τέλος Σικυών από τον ιθ΄βασιλέα. Μετά τον θάνατον Ζευξίππου του τελευταίου των 26 λογιζομένων βασιλέων, διωκείτο το βασίλειον της Σικυώνος υπό των επτά Ιερέων του Απόλλωνος άχρι 40 χρόνων κατά τον Ευσέβιον. Μετά δε την επάνοδον των Ηρακλειδών εις την Πελοπόννησον, συνηριθμήθησαν οι Σικυώνιοι εν τοις Δωριεύσιν, υποταχθέντες εις το βασίλειον της Αργολίδος. Προς τιμήν Δημητρίου του Πολιορκητού μετωνόμασαν οι κάτοικοι την χώραν Δημητριάδα (Διόδ. Βιβλ. Κ΄, Πλουτ. Δημητ.). Η Σικυών ην περίφημος εν τη Ζωγραφική, γέμουσα παντός είδους εικόνων, εις ην και αυτός ο Απελλής ήλθε να διδαχθή από τον Πάμφιλον περίφημον ζωγράφον επί μισθώ ενός ταλάντου αργύρου (Πλιν. ΛΕ΄.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου