Ιστορία της Ελλάδος ΙΘ΄
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805
ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ των Θηβών έχει την αρχήν από του Κάδμου. Ο ήρως ούτος, υιός Αγήνορος, κατήγετο εκ της Φοινίκης, ή ώστινες θέλουσιν εξ Αιγύπτου, όθεν ορμώμενος ήλθεν εις την Βοιωτίαν, και νικήσας μάχη τους Αίονας, προτέρους κατοίκους της Βοιωτίας, έκτισε προς ασφάλειαν την Καδμείαν, όπου κατώκησε μετά των οπαδών του, πληθυνόντων δε των υπηκόων του, εκτίσθησαν μετά ταύτα αι Θήβαι, και η Καδμεία έγινεν ακρόπολις[1]. Αυτός εκδιδοται ως ευρετής των δεκαε΄ξ γραμμάτων του Αλφαβήτου. Επειδή όμως και τα σημεία, και η προφορά αυτών των γραμμάτων ομοιάζει πολύ με την των παλαιών Φοινικικών, ή Εβραϊκών γραμμάτων πιθαναλογούσι τινές, ότι δεν τα εφεύρεν, αλλά τα μετασχημάτισε μόνον εκ της πατρικής του διαλέκτου, ήτις και αυτή τα εδανείσθη από την Αίγυπτον, την μητέρα αυτής της μεγίστης ευρέσεως, ήτις συνήψε τωόντι τον άνθρωπον μετά της Θεότητος τω πλούτω των γνώσεων[2]. Ο Κάδμος έχυσε πρώτος εν Ελλάδι μέταλλα, συστήσας μεταλλουργεία κατά το Παγγαίον όρος εν Θράκη[3]. Αι παράδοξοι τύχαι των δυστυχών απογόνων του, Λαΐου, Ιοκάστης, Ετεοκλέους, και Πολυνείκους, κατέχουσι τον περιφανέστερον τόπον μεταξύ των ποιητικών πλασμάτων ταύτης της περιόδου[4].
[1] Παυσ. Βοιωτ. Κεφ. ς΄
[2] Mersham. Can. Chron. I. VIII.
[3] Plin. Hist. nat. libr. VII. C. 56.
[4] Η χρήσις του οίνου προξένησεν όχι ολιγωτέρας απανθρωπίας εις τας Θήβας, ή εις τα άγρια έθνη της Αμερικής. Η κατάχρησις του κακοήθους ποτού έφερε τον θάνατον του Πολυδώρου υιού του Κάδμου, και του Πειθέως υιού της θυγατρός τούτου του ήρωος, οίτινες κατεσπαράχθησαν από τας Βάκχας (Παυσ. Κορινθ.). Η αυτή ατυχία διήρκεσε και έως του παντελούς ολέθρου της γενεάς του Κάδμου. Λάϊος [1401 π.Χ.] ο υιϊδούς του Πολυδώρου, γεννήσας εξ Ιοκάστης τον Οιδίπουν, κατεδίκασε το νεογνόν βρέφος εις βοράν των αγρίων ζώων, φοβούμενος κατά τον χρησμόν, μήπως ο γεννηθείς φονεύση τον πατέρα του. Αλλ’ ο δυστυχέστατος των ανθρώπων Οιδίπους, ου μόνον διασωθείς υπό των δούλων, και ανατραφείς εν ξένη κρυφίως, εφόνευσεν άκων τον πατέρα του, κατά την Φωκίδα απαντήσας, αλλά και εις Θήβας ελθών [1354 π.Χ.], έλαβε την μητέρα του Ιοκάστην εις γυναίκα, όστις μαθών μετά χρόνον, εαυτόν απετύφλωσεν. Ο νεώτερος υιός του Οιδίποδος Πολυνείκης, στασιαζόμενος προς τον αδελφόν του Ετεοκλέα υπέρ της βασιλείας, κατέπεισε τον Άδραστον βασιλέα του Άργους μετ’ άλλων έξ ηγεμόνων, και ενός πολυαρίθμου στρατού εναντίον των Θηβαίων [1317 π.Χ.]. Αλλ’ οι μεν δύο αδελφοί μονομαχήσαντες, εφόνευσαν αλλήλους. Οι δε Θηβαίοι ενίκησαν κατά κράτος τους επτά ηγεμόνας μετά του στρατού, των οποίων οι παίδες, Επίγονοι ονομασθέντες, οργισθέντες ενίκησαν αύθις κατά κράτος τους Θηβαίους [1307 π.Χ.], διαρπάσαντες την πόλιν, και ελθόντες εις την πατρίδαν των με πολλά λάφυρα (Διοδ. Σικ. Κεφ. 64-66). Μετά την εισδρομήν των Επιγόνων πέντε βασιλείς βασιλεύουσι των Θηβαίων, ων ο τελευταίος ην ο Ξάνθος οπού εφονεύθη [1190 π.χ.] υπό του Μελάνθου, μεθ’ ο η διοίκησις έγινε Δημοκρατική (Παυσ. Θ΄. 5.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου