Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011
Ιστορία της Ελλάδος
Ιστορία της Ελλάδος ΠΑ΄ Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805 Ιππίας και Λέαινα Μεταξύ των φιλελευθέρων φίλων, ην και μία εταίρα, ονομαζομένη Λέαινα, η οποία με τα θέλγητρα της ωραιότητος, και διά την επιτηδειότητα εις το παίζειν την λύραν, είχεν υποδουλώση τινάς των ενόχων, και υπετίθετο ως μία από τους πρώτους συνωμότας. Γιγνώκων ουν ο Τύραννος (επειδή ούτως ωνομάσθη ο Ιππίας εξ αιτίας του τελευταίου επιχειρήματος), ότι δεν ήτον τί μυστικόν εν ταύτη τη γυναικί, επρόσταξε να την βασανίσωσι, διά να μαρτυρήση τους συνωμότας κατ’ όνομα· αλλ’ αύτη υπέμεινεν ανδρείως όλην την αυστηρότητα των βασάνων, και φοβουμένη μήπως υπό της ποινής μαρτυρήση την αλήθειαν, εκκόψασα την γλώσσαν διά των οδόντων, έπτυσεν εις το πρόσωπον του Τυράννου[1]. Κατ’ αυτόν τον τρόπον απέθανε πιστώς υπέρ της ελευθερίας, δεικνύουσα εις τον κόσμον εν αξιοσημείωτον παράδειγμα σταθερότητος του γένους της. Οι Αθηναίοι προς μνήμην μιας τοιαύτης ηρωϊκής πράξεως, έστησαν εν άγαλμα, εν ω παρίστατο μία λέαινα χωρίς γλώσσης. Εν τω μεταξύ, ο Ιππίας δεν έπαυσε τον θυμόν του· ο στασιώδης λαός κάμνει πάντοτε τον Τύραννον ύποπτον. Πολλοί πολίται παρεδόθησαν εις θάνατον· και διά να μη φοβήται εις το εξής από παρόμοια επιχειρήματα, ηγωνίσθη να στερεώση την δύναμίν του με ξένας συμμαχίας, δους την θυγατέρα του εις γάμον τω υιώ του Τυράννου της Λαμψάκου, και κρατών αλληλογραφίαν μετά του Αρταφέρνους, σατράπου των Σάρδεων, και πάσχων να αποκτήση την εύνοιαν, και φιλίαν των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι ήσαν κατ’ εκείνον τον καιρόν τον δυνατώτατον έθνος όλης της Ελλάδος. [1] Ηρόδ. Βιβ. ς΄. παρ. νε΄. κτ. Θουκυδίδ. Βιβλ. ς΄. παρ. νδ΄-νθ΄.
Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011
Ιστορία της Ελλάδος
Ιστορία της Ελλάδος Π΄
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805.
Ο θάνατος του Ιππάρχου
Δύο πολίται Αθηναίοι, ονομαζόμενοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, συνώμωσαν πολλά σφικτήν, και ακριβή φιλίαν, με απόφασιν να εκδικώνται αμοιβαίως εκείνον, οπού ατιμάση τον έτερον των δύο. Ο Ίππαρχος ων φύσει ερωτικός, έφθειρε την αδελφήν του Αρμοδίου, και είτα, εν ω αύτη έμελλε να υπάγη εις μίαν ιεράν πομπήν, εδημοσίευσε την αισχύνην, λέγων, ότι αύτη δεν ήτον εις στάσιν να παρευρεθή εν τη εορτή[1]. Μία τοιαύτη καταισχύνη παρώξυνεν, ως εικός, την οργήν των δύο φίλων, οι οποίοι απεφάσισαν μετά σπουδής, ήτοι να φονεύσωσι τους Τυράννους, ή να φονευθώσιν αυτοί εις την πράξιν· θέλοντες δε να εύρωσιν αρμόδιον καιρόν, ανέβαλον τον σκοπόν των έως εις την μέλλουσαν εορτήν των Παναθηναίων, εις ην αναγκαίον ην να παρευρίσκωνται οι περισσότεροι Πολίται ωπλισμένοι· και προς πλέιονα αυτών ασφάλειαν εκοινώνησαν το μυστικόν μόνον εις ολίγους των φίλων, συμπεραίνοντες ότι κατά τον πρώτον αλαλαγμόν θέλουσιν εύρη και άλλους πολλούς συμπράκτορας. Με τοιαύτην απόφασιν, ελθούσης της ημέρας, κατήλθον πολλά πρωί εις την Αγοράν, ωπλισμένοι μετά εγχειριδίων, και στερεοί εις την απόφασιν· Εν τούτοις, ιδού και ο Ιππιάς εξήρχετο του παλατίου μετά των οπαδών, διά να δώση έξω της πόλεως τοις στρατιώταις τας ανηκούσας τη μελλούση εορτή διαταγάς. Εν ω δε οι δύο φίλοι ηκολούθουν τον Ιππιάν έως εις ένα διάστημα, ίδον ένα των συνωμοτών, ιδιολογούμενον πολλά οικείως μετά του Ιππίου[2]· δι’ ο φοβηθέντες, μήπως ανεκαλύφθη η συνωμοσία, και επιθυμούντες να τελειώσωσιν όσον τάχιστα τον σκοπόν τους, ητοιμάζοντο εις το έργον· πλην ενθυμούμενοι, ότι ο καθ’ αυτό εχθρός, ο Ίππαρχος ήθελε μείνει ατιμώτητος, απεφάσισαν τέλος να επιστρέψωσιν άπρακτοι εις την πόλιν, θέλοντες να εκδικηθούν εις τον πρωταίτιον της ατιμίας των. Μετ’ ου πολύ εύρον καθ’ οδόν και τον Ίππαρχον, και ευθέως εφορμήσαντες, εθανάτωσαν αυτόν συν τοις εγχειριδίοις, φονευθέντες και αυτοί εντός ολίγου εις εκέινον τον θόρυβον. Ο Ιππίας ακούσας το γεγονός, διά να εμποδίση πάσαν άλλην αταξίαν, επρόσταξε και εξαρμάτωσαν όλους εκείνους, περί ων υπώπτευεν, ότι ήσαν ένοχοι εις το έργον, και έπειτα εμελέτα εκδίκησιν.
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805.
Ο θάνατος του Ιππάρχου
Δύο πολίται Αθηναίοι, ονομαζόμενοι Αρμόδιος και Αριστογείτων, συνώμωσαν πολλά σφικτήν, και ακριβή φιλίαν, με απόφασιν να εκδικώνται αμοιβαίως εκείνον, οπού ατιμάση τον έτερον των δύο. Ο Ίππαρχος ων φύσει ερωτικός, έφθειρε την αδελφήν του Αρμοδίου, και είτα, εν ω αύτη έμελλε να υπάγη εις μίαν ιεράν πομπήν, εδημοσίευσε την αισχύνην, λέγων, ότι αύτη δεν ήτον εις στάσιν να παρευρεθή εν τη εορτή[1]. Μία τοιαύτη καταισχύνη παρώξυνεν, ως εικός, την οργήν των δύο φίλων, οι οποίοι απεφάσισαν μετά σπουδής, ήτοι να φονεύσωσι τους Τυράννους, ή να φονευθώσιν αυτοί εις την πράξιν· θέλοντες δε να εύρωσιν αρμόδιον καιρόν, ανέβαλον τον σκοπόν των έως εις την μέλλουσαν εορτήν των Παναθηναίων, εις ην αναγκαίον ην να παρευρίσκωνται οι περισσότεροι Πολίται ωπλισμένοι· και προς πλέιονα αυτών ασφάλειαν εκοινώνησαν το μυστικόν μόνον εις ολίγους των φίλων, συμπεραίνοντες ότι κατά τον πρώτον αλαλαγμόν θέλουσιν εύρη και άλλους πολλούς συμπράκτορας. Με τοιαύτην απόφασιν, ελθούσης της ημέρας, κατήλθον πολλά πρωί εις την Αγοράν, ωπλισμένοι μετά εγχειριδίων, και στερεοί εις την απόφασιν· Εν τούτοις, ιδού και ο Ιππιάς εξήρχετο του παλατίου μετά των οπαδών, διά να δώση έξω της πόλεως τοις στρατιώταις τας ανηκούσας τη μελλούση εορτή διαταγάς. Εν ω δε οι δύο φίλοι ηκολούθουν τον Ιππιάν έως εις ένα διάστημα, ίδον ένα των συνωμοτών, ιδιολογούμενον πολλά οικείως μετά του Ιππίου[2]· δι’ ο φοβηθέντες, μήπως ανεκαλύφθη η συνωμοσία, και επιθυμούντες να τελειώσωσιν όσον τάχιστα τον σκοπόν τους, ητοιμάζοντο εις το έργον· πλην ενθυμούμενοι, ότι ο καθ’ αυτό εχθρός, ο Ίππαρχος ήθελε μείνει ατιμώτητος, απεφάσισαν τέλος να επιστρέψωσιν άπρακτοι εις την πόλιν, θέλοντες να εκδικηθούν εις τον πρωταίτιον της ατιμίας των. Μετ’ ου πολύ εύρον καθ’ οδόν και τον Ίππαρχον, και ευθέως εφορμήσαντες, εθανάτωσαν αυτόν συν τοις εγχειριδίοις, φονευθέντες και αυτοί εντός ολίγου εις εκέινον τον θόρυβον. Ο Ιππίας ακούσας το γεγονός, διά να εμποδίση πάσαν άλλην αταξίαν, επρόσταξε και εξαρμάτωσαν όλους εκείνους, περί ων υπώπτευεν, ότι ήσαν ένοχοι εις το έργον, και έπειτα εμελέτα εκδίκησιν.
Εικόνες
Αρμόδιος και Αριστογείτων
Τετάρτη 16 Μαρτίου 2011
Ιστορία της Ελλάδος
Ιστορία της Ελλάδος ΟΘ΄
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805.
Ιππίας και Ίππαρχος
Η άμιλλα προς τις επιστήμες και η σύσταση σχολείων καθιστούν την Αθήνα την κορυφαία των πόλεων.
Αποθανών[1] δε ο Πεισίστρατος εν ησυχία, αφήκε την υπέροχον εξουσίαν εις τους υιούς του, Ιππίαν, και Ίππαρχον, οι οποίοι εκληρονόμησαν όλας τας αρετάς του πατρός αυτών, επειδή μία άμιλλα προς τας επιστήμας, και τους σοφούς, διήρκεσεν επ’ ολίγον εν Αθήναις· και αύτη η πόλις, η οποία είχεν ήδη υπερβή πολύ όλας τας συγχρόνους πόλεις εις κάθ’ επιστήμην, και τέχνη, εφαίνετο υποτασσομένη ημέρως εις Βασιλείς, οι οποίοι επηγγέλλοντο σοφοί, και υπερασπισταί των επιστημών. Ο Ανακρέων, ο Σιμωνίδης, και άλλοι προσεκλήθησαν εις τας αυλάς των, και έλαβον πλουσίας ανταμοιβάς[2]. Σχολεία συνεστάθησαν προς επίδοσιν των νέων εις τας μαθήσεις, και πολλοί Ερμαί[3] ανηγέρθησαν εις όλας τας πλατείας, με ηθικάς γνώμας επιγεγραμμένας προς διδασκαλίαν του χυδαίου λαού. Ως τόσον η βασιλεία των επεκράτησεν μόνον δεκαοκτώ έτη, και κατελύθη τον ακόλουθον τρόπον.
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805.
Ιππίας και Ίππαρχος
Η άμιλλα προς τις επιστήμες και η σύσταση σχολείων καθιστούν την Αθήνα την κορυφαία των πόλεων.
Αποθανών[1] δε ο Πεισίστρατος εν ησυχία, αφήκε την υπέροχον εξουσίαν εις τους υιούς του, Ιππίαν, και Ίππαρχον, οι οποίοι εκληρονόμησαν όλας τας αρετάς του πατρός αυτών, επειδή μία άμιλλα προς τας επιστήμας, και τους σοφούς, διήρκεσεν επ’ ολίγον εν Αθήναις· και αύτη η πόλις, η οποία είχεν ήδη υπερβή πολύ όλας τας συγχρόνους πόλεις εις κάθ’ επιστήμην, και τέχνη, εφαίνετο υποτασσομένη ημέρως εις Βασιλείς, οι οποίοι επηγγέλλοντο σοφοί, και υπερασπισταί των επιστημών. Ο Ανακρέων, ο Σιμωνίδης, και άλλοι προσεκλήθησαν εις τας αυλάς των, και έλαβον πλουσίας ανταμοιβάς[2]. Σχολεία συνεστάθησαν προς επίδοσιν των νέων εις τας μαθήσεις, και πολλοί Ερμαί[3] ανηγέρθησαν εις όλας τας πλατείας, με ηθικάς γνώμας επιγεγραμμένας προς διδασκαλίαν του χυδαίου λαού. Ως τόσον η βασιλεία των επεκράτησεν μόνον δεκαοκτώ έτη, και κατελύθη τον ακόλουθον τρόπον.
Εικόνες
Αθήνα_η στοά των Ερμών
Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011
Ιστορία της Ελλάδος
Ιστορία της Ελλάδος ΟΗ΄
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805
ο Πεισίστρατος στην εξουσία
Ο θάνατος του Σόλωνος περιέπλεξε τας Αθήνας εις νέας συγχίσεις, και ταραχάς. Επειδή ο Λυκούργος, και ο Μεγακλής, οι αρχηγοί των δύο εναντίων μερών, ενωθέντες εδίωξαν μεν τον Πεισίστρατον της πόλεως, μετ’ ου πολύ δε ανεκάλεσεν ο Μεγακλής οπίσω, δους αυτώ την θυγατέρα του εις γάμον. Μετά τούτο νέοι θόρυβοι ηκολούθησαν· επειδή ο Πεισίστρατος δις εδιώχθη του θρόνου, και δις πάλιν ευρών τρόπους απεκατέστη, διότι είχε την τέχνην να αποκτά δύναμιν, και φρόνησιν να την κρατή. Η γλυκύτης της διοικήσεώς του, και η απόλυτος υποταγή τοις νόμοις, έκαμε τον λαόν, να αλησμονήση τους αδίκους τρόπους, καθ’ ους εκέρδισε την δύναμίν του, οι οποίοι όντες προκατειλημμένοι από την πραότητά του, παρέβλεψαν την άδικον αυτού αρπαγήν. Οι κήποι του, και οι άλλοι προς ευφροσύνην τόποι, ήσαν ελεύθεροι εις όλους τους πολίτας· και λέγουσιν, ότι αυτός εσύστησε πρώτος εν Αθήναις μίαν δημοσίαν Βιβλιοθήκην. Ο Κικέρων δοξάζει[1], ότι ο Πεισίστρατος πρώτος εγνώρισε τους Αθηναίους με τα συγγράμματα του Ομήρου, ρυθμίσας αυτά καθ’ ην έχουσι τάξιν σήμερον, και διορίσας πρώτος να αναγιγνώσκωνται εις την προς τιμήν της Αθηνάς εορτήν, ονομαζομένην Παναθήναια, τα οποία κατ’ αρχάς μεν ωνομάζοντο Αθήναια, ύστερον δε, ότε ανανεωθέντα, ελαμπρύνθησαν από τον Θησέα, όστις συνώκισε τον δήμον της Αττικής εν μια πόλει, μετωνομάσθησαν Παναθήναια[2], δηλ. θυσία πάντων των Αθηναίων. Η δικαιοσύνη του Πεισιτράτου δεν είναι ήττον περίφημος από την ευγλωττίαν του· επειδή κατηγορηθείς ποτε φόνου, και τοι Τύραννος, δεν κατεδέχθη να διαυθεντευθή διά του αξιώματός του, αλλ’ ήλθεν αυτοπροσώπως να απολογηθή ενώπιον του Αρείου πάγου προς την καθ’ αυτού κατηγορίαν, όπου ο ενάγων δεν ετόλμησε να παρουσιασθή[3]. Εν συντόμω, αυτός είχε πολλά αξιέπαινα προτερήματα, τα οποία τότε μόνον κατεχτάτο, ότε αλλέως δεν εδύνατο να απολαύση την εφετήν του δύναμιν. Διά κανένα άλλο δεν ήτον αξιοκατηγόρητος, ειμή ότι είχε μαγαλητέραν δύναμιν από τους νόμους· πλην επειδή δεν μετεχειρίζετο αυτήν, υπέφερον οι πολίται την τυραννιάν του πράως. Όθεν διά τας άνω ρηθείσας αρετάς δικαίως ημπόρει να τον αντιπαραβάλη τις με άλλους Τυράννους ήττον εναρέτους· και εντάυθα φαίνεται τόση παραλληλία μεταξύ αυτού, και ενός άλλου ευτυχεστέρου άρπαγος της ελευθερίας της πατρίδος του, του Ιουλίου Καίσαρος, οπού ούτος ωνομάσθη ο Πεισίστρατος της Ρώμης.
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805
ο Πεισίστρατος στην εξουσία
Ο θάνατος του Σόλωνος περιέπλεξε τας Αθήνας εις νέας συγχίσεις, και ταραχάς. Επειδή ο Λυκούργος, και ο Μεγακλής, οι αρχηγοί των δύο εναντίων μερών, ενωθέντες εδίωξαν μεν τον Πεισίστρατον της πόλεως, μετ’ ου πολύ δε ανεκάλεσεν ο Μεγακλής οπίσω, δους αυτώ την θυγατέρα του εις γάμον. Μετά τούτο νέοι θόρυβοι ηκολούθησαν· επειδή ο Πεισίστρατος δις εδιώχθη του θρόνου, και δις πάλιν ευρών τρόπους απεκατέστη, διότι είχε την τέχνην να αποκτά δύναμιν, και φρόνησιν να την κρατή. Η γλυκύτης της διοικήσεώς του, και η απόλυτος υποταγή τοις νόμοις, έκαμε τον λαόν, να αλησμονήση τους αδίκους τρόπους, καθ’ ους εκέρδισε την δύναμίν του, οι οποίοι όντες προκατειλημμένοι από την πραότητά του, παρέβλεψαν την άδικον αυτού αρπαγήν. Οι κήποι του, και οι άλλοι προς ευφροσύνην τόποι, ήσαν ελεύθεροι εις όλους τους πολίτας· και λέγουσιν, ότι αυτός εσύστησε πρώτος εν Αθήναις μίαν δημοσίαν Βιβλιοθήκην. Ο Κικέρων δοξάζει[1], ότι ο Πεισίστρατος πρώτος εγνώρισε τους Αθηναίους με τα συγγράμματα του Ομήρου, ρυθμίσας αυτά καθ’ ην έχουσι τάξιν σήμερον, και διορίσας πρώτος να αναγιγνώσκωνται εις την προς τιμήν της Αθηνάς εορτήν, ονομαζομένην Παναθήναια, τα οποία κατ’ αρχάς μεν ωνομάζοντο Αθήναια, ύστερον δε, ότε ανανεωθέντα, ελαμπρύνθησαν από τον Θησέα, όστις συνώκισε τον δήμον της Αττικής εν μια πόλει, μετωνομάσθησαν Παναθήναια[2], δηλ. θυσία πάντων των Αθηναίων. Η δικαιοσύνη του Πεισιτράτου δεν είναι ήττον περίφημος από την ευγλωττίαν του· επειδή κατηγορηθείς ποτε φόνου, και τοι Τύραννος, δεν κατεδέχθη να διαυθεντευθή διά του αξιώματός του, αλλ’ ήλθεν αυτοπροσώπως να απολογηθή ενώπιον του Αρείου πάγου προς την καθ’ αυτού κατηγορίαν, όπου ο ενάγων δεν ετόλμησε να παρουσιασθή[3]. Εν συντόμω, αυτός είχε πολλά αξιέπαινα προτερήματα, τα οποία τότε μόνον κατεχτάτο, ότε αλλέως δεν εδύνατο να απολαύση την εφετήν του δύναμιν. Διά κανένα άλλο δεν ήτον αξιοκατηγόρητος, ειμή ότι είχε μαγαλητέραν δύναμιν από τους νόμους· πλην επειδή δεν μετεχειρίζετο αυτήν, υπέφερον οι πολίται την τυραννιάν του πράως. Όθεν διά τας άνω ρηθείσας αρετάς δικαίως ημπόρει να τον αντιπαραβάλη τις με άλλους Τυράννους ήττον εναρέτους· και εντάυθα φαίνεται τόση παραλληλία μεταξύ αυτού, και ενός άλλου ευτυχεστέρου άρπαγος της ελευθερίας της πατρίδος του, του Ιουλίου Καίσαρος, οπού ούτος ωνομάσθη ο Πεισίστρατος της Ρώμης.
Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011
Ιστορία της Ελλάδος
Ιστορία της Ελλάδος ΟΖ΄
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805
το τέλος του Σόλωνα
Εις αυτήν την γενικήν θλίψην, η οποία προήρχετο από την μωρίαν του ενός μέρους, και από την προδοσίαν του ετέρου, όλη η πόλις ην το θέατρον θορύβου, και αταξίας, άλλων μεν φευγόντων, άλλων δε εν εαυτοίς αλγούντων, και άλλων ετοιμαζομένων υπομόνως προς τον ζυγόν της δουλείας. Ο Σόλων ην ο μόνος, όστις αφόβως εθρήνει την μωρίαν του τότε καιρού, και ωνείδιζε τους Αθηναίους διά την ανανδρίαν, και προδοσίαν, λέγων, ότι πρώην μεν ην ευκολώτερον να εμποδίσωσι την τυραννίδα συνισταμένη, τώρα δε είναι λαμπρότερον να την εκριζώσωσιν, αφ’ ου έλαβε σύστασιν· και περί αυτού μεν έλεγεν, εβοήθησε το κατά δύναμιν τη πατρίδι μετ’ αυχαριστήσεως, άλλως δε δεν εφοβείτο τίποτες, επειδή τώρα εις τον αφανισμόν της πατρίδος, η μόνη παραμυθία ην η προβεβηκυία ηλικία του, δι’ ην ήλπιζε να μη επιζήση πολύν χρόνον την συμφοράν της πατρίδος· και τω όντι δεν επέζησε την της πατρίδος του ελευθερίαν περισσότερον από δύο χρόνους, αλλ’ απέθανεν εν Κύπρω ογδοηκοντούτης, κλαυθείς, και θαυμασθείς από όλην την Ελλάδα. Ο Σόλων ου μόνον ην εμπειρότατος νομοθέτης, αλλ’ έτι εφημίζετο και διά πολλάς αρετάς. Αυτός ην τόσον έμπειρος εις την Ρητορικήν, ώστε απ’ αυτού χρονολογεί ο Κικέρων την Ρητορικήν εν Αθήναις. Προς τούτοις αυτός ην έμπειρος εις την Ποιητικήν, περί ου ο Πλάτων λέγει, ότι μόνον δι’ έλλειψιν ανηκούσης επιμελείας, δεν έφθασε να φιλονεικήση με τον ίδιον Όμηρον περί των πρωτείων.
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805
το τέλος του Σόλωνα
Εις αυτήν την γενικήν θλίψην, η οποία προήρχετο από την μωρίαν του ενός μέρους, και από την προδοσίαν του ετέρου, όλη η πόλις ην το θέατρον θορύβου, και αταξίας, άλλων μεν φευγόντων, άλλων δε εν εαυτοίς αλγούντων, και άλλων ετοιμαζομένων υπομόνως προς τον ζυγόν της δουλείας. Ο Σόλων ην ο μόνος, όστις αφόβως εθρήνει την μωρίαν του τότε καιρού, και ωνείδιζε τους Αθηναίους διά την ανανδρίαν, και προδοσίαν, λέγων, ότι πρώην μεν ην ευκολώτερον να εμποδίσωσι την τυραννίδα συνισταμένη, τώρα δε είναι λαμπρότερον να την εκριζώσωσιν, αφ’ ου έλαβε σύστασιν· και περί αυτού μεν έλεγεν, εβοήθησε το κατά δύναμιν τη πατρίδι μετ’ αυχαριστήσεως, άλλως δε δεν εφοβείτο τίποτες, επειδή τώρα εις τον αφανισμόν της πατρίδος, η μόνη παραμυθία ην η προβεβηκυία ηλικία του, δι’ ην ήλπιζε να μη επιζήση πολύν χρόνον την συμφοράν της πατρίδος· και τω όντι δεν επέζησε την της πατρίδος του ελευθερίαν περισσότερον από δύο χρόνους, αλλ’ απέθανεν εν Κύπρω ογδοηκοντούτης, κλαυθείς, και θαυμασθείς από όλην την Ελλάδα. Ο Σόλων ου μόνον ην εμπειρότατος νομοθέτης, αλλ’ έτι εφημίζετο και διά πολλάς αρετάς. Αυτός ην τόσον έμπειρος εις την Ρητορικήν, ώστε απ’ αυτού χρονολογεί ο Κικέρων την Ρητορικήν εν Αθήναις. Προς τούτοις αυτός ην έμπειρος εις την Ποιητικήν, περί ου ο Πλάτων λέγει, ότι μόνον δι’ έλλειψιν ανηκούσης επιμελείας, δεν έφθασε να φιλονεικήση με τον ίδιον Όμηρον περί των πρωτείων.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)