Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805
Α΄ Μεσσηνιακός πόλεμος
Διαταχθείσα λοιπόν η πόλις της Λακεδαίμονος ούτως, εσκοπιωρείτο μόνον αρμόδιον καιρόν, διά να φανερώση εις τας γειτνιαζούσας εχθρικάς επαρχίας την υπεροχήν της δυνάμεώς της. Ο μετ’ ολίγον πόλεμος μετά των Μεσσηνίων εδίδαξεν αυτούς το όφελος της στρατιωτικής αυτών συστάσεως· αλλ’ επειδή εγώ σπεύδω προς άλλα αναγκαιότερα συμβεβηκότα, θέλω ομιλήσει συντόμως περί τούτου, όσον δυνηθώ. Εν ιερόν της Αρτέμιδος, κοινόν τοις τε Μεσσηνίοις και Λακεδαιμονίοις, ευρίσκετο εις τα όρια και των δύο επαρχιών[1]. Εν τούτω τω ιερώ κατηγορήθησαν οι Μεσσήνιοι, ότι εβιάσαντο μερικάς Σπαρτιάτιδας παρθένας, και εφόνευσαν τον βασιλέα της Σπάρτης Τήλεκλον, οπού έδρμε προς υπεράσπισίν των. Οι δε Μεσσήνιοι ηρνούντο τούτο, λέγοντες, ότι αυταί αι λεγόμεναι παρθένοι ήσαν νεόι άρδρες, ενδεδυμένοι ούτω με κεκρυμμένα εγχειρίδια, τους οποίους είχε βάλη ο Τήλεκλος με κακόν σκοπόν κατά των Μεσσηνίων. Μετ’ αυτήν την διχόνοιαν ηκολούθησεν εν ολίγω και ετέρα εκ μέρους των Μεσσηνίων. Μεσσήνιός τις, ονόματι Πολυχάτης, όστις είχε νικήση εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, έδωκεν εις ένα Λακεδαιμόνιον, ονόματι Εύαιφνον, μερικάς βους προς βοσκήν, με συμφωνίαν να πληρώσγ διά τον κόπον του ένα μέρος του καρπού αυτών· αλλ’ ο Εύαιφνος πωλήσας τας βους, διϊσχυρίζετο ότι τας έκλεψαν. Ο Πολυχάρης έστειλε τον υιόν του διά να ζητήση τα χρήματα· αλλ’ ο Εύαιφνος φονεύσας αυτόν, κατέπεισε τους συμπολίτας του, να μη δώσωσι καμμίαν ικανοποίησιν. Ο Πολυχάρης, λοιπόν, απεφάσισε να εκδικηθή, φινεύων όλους τους Λακεδαιμονίους, οπού εύρισκε καθ’ οδόν[2]. Εκ τούτου διηγέρθησαν παράπονα, και λογοτριβαί μεταξύ των δύο επαρχιών, έως ου τέλος κατήντησε το πράγμα εις γενικόν πόλεμον[3], του οποίου η έκβασις έμεινε διά πολλών χρόνων αβέβαιος, και αμφιρρεπής[4]. Εις ταύτην την κατάστασιν, έστειλαν οι μεσσήνιοι, ίνα ερωτήσωσι το Μαντείον εν Δελφοίς συμβουλήν, το οποίον εζήτει την θυσίαν μιας παρθένου από το γένος του Αιπύτου[5]. Αφ’ ου έρριψαν κλήρον μεταξύ των απογόνων τούτου του βασιλέως, ο κλήρος έπεσεν εις την θυγατέρα του Λυκίσκου· επειδή δε αύτη ενομίζετο ως νόθος, ο Αριστόδημος επρόσφερε την εδικήν του, την οποίαν όλοι ως γνησίαν αυτού κόρην ωμολόγουν. Ως τόσον, ο εραστής αυτής, βουλόμενος ίνα εμποδίση τον θάνατόν της, εκήρυξεν, ότι αυτή ην εγκαστρωμένη απ’ αυτόν· αλλ’ ο πατήρ της ωργίσθη τόσον, ώστε έσχισεν ιδιοχείρως την κοιλιάν της, διά να αποδείξη την αθωότητά της. Αύτη η θυσία προυξένησε τόσον ενθουσιασμόν, οπού έδωκεν επ’ ολίγον εις τους Μεσσηνίους την υπεροχήν εις τον πόλεμον· αλλά τέλος ενικήθησαν, πολιορκηθέντες εν τη Ιθώμη, όπου ο Αριστόδημος, βλέπων ουδεμίαν ελπίδα σωτηρίας, εφονεύθη αυτοχειρί επί τον τάφον της θυγατρός του[6].
Με αυτόν έπεσε και το βασίλειον της Μεσσήνης, όχι όμως χωρίς σκληράν ανθίστασιν των Μεσσηνίων και πολλήν φθοράν του Λακεδαιμονίου στρατού εις όλον αυτό το εικοσαετές διάστημα[7].
[1] Παυσ. Κεφ. Δ΄.
[2] Παυσ. Κεφ. Δ΄.
[3] 742 πΧ
[4] Τότε εβασίλευον εν Σπάρτη ο Αλκαμένης και ο Θεόπομπος.
[5] Παυσ. Κεφ. Δ΄.
[6] 3280 κτ. κ.
[7] Ενταύθα παύει ο πρώτος Μεσσηνιακός ονομαζόμενος πόλεμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου