Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805
_
Όταν ο Λυκούργος ετελείωσε τας στρατιωτικάς του διαταγάς, και αφ’ ου η συσταθήσα παρ’ αυτού πολιτεία εφάνη ικανώς δυνατή να συντηρήται αυτή δι’ εαυτής, η τελευταία του φροντίς ην να δώση αυτή όλην την ενδεχομένην διάρκειαν. Όθεν είπεν εις τον λαόν, ότι με το να έλειπεν έτι ένα πράγμα διά να τελειώση ο σκοπός του, έπρεπε να υπάγη εις τους Δελφούς, να ερωτήση το μαντείον του Απόλλωνος περί των νόμων του. Τότε κατέπεισεν αυτούς να κάμωσιν όρκον υποσχόμενοι, ότι θέλουσι φυλάξει τους νόμους του απαρασάλευτα έως της επιστροφής του, και έπειτα ανεχώρησεν, αποφασίσας να μη ιδή πλέον την Σπάρτην. Όταν έφθασεν εις τους Δελφούς, ηρώτησε τον χρησμόν, αν οι νόμοι του ήσαν ικανοί, διά να κάμωσι τους Λακεδαιμονίους ευτυχείς, και λαβών απόκρισιν, ότι δεν εχρειάζοντο άλλο τι προς εντέλειαν, την μεν απόκρισιν έστειλεν εις Σπάρτην, αυτός δε απεχόμενος τροφής διά τινων ημερών, απέθανε θεληματικώς, ή ως άλλοι λέγουσιν, απέθανε φυσικώς εν τη Κρήτη, προστάξας να καή το σώμα του, η δε στάκτη να ριφθή εις την θάλασσαν[1]. Ο θάνατος τούτου του μεγάλου Νομοθέτου έδωκεν ένα κύρος, και μίαν αγιότητα εις τους νόμους του, το οποίον ην αδύνατον να γένη, αν αυτός έζη. Οι Σπαρτιάται εθεώρουν τον θάνατόν του ως την ενδοξοτάτην από όλας τας πράξεις του, και ως το ευγενικώτερον τέλος όλων των προτέρων του εκδουλεύσεων, και κτίσαντες ναόν, τον απεθέωσαν μετά τον θάνατόν του. Αυτοί ενόμιζον εαυτιούς ως δεδεμένους, και υποχρεωμένους από κάθε δεσμόν ευγνωμοσύνης τε και θρησκείας, να φυλάττωσι σώους τους νόμους του· και η πολυχρόνιος διαμονή της διοικήσεως των Σπαρτιατών, είναι σημείον, ότι επέμειναν εις την απόφασίν των[2].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου