Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805
Αριστομένης
Αι τύχαι τούτου του Ήρωος είναι άξιαι διηγήσεως. Αφ’ ου ούτος προσήχθη αιχμάλωτος εις την Σπάρτην, ερρίφθη αυτός και οι πεντήκοντα στρατιώται μετ’ αυτού εις ένα βαθύ υπόγειον χάσμα, διωρισμένον προς τιμωρίαν των κακούργων. Όλοι οι λοιποί πίπτοντες εφονεύθησαν πλην του Αριστομένους, όστις ευρίσκων εις τον βυθόν του χάσματος μίαν αλώπεκα, οπού έτρωγεν ένα νεκρόν, και προφυλαττόμενος από το στόμα του ζώου, εκρατείτο από την ουράν, έως ου το ζώον έφθασεν εις την φωλέαν του· αλλ’ επειδή ενταύθα η έξοδος ην πολλά στενή, ηναγκάσθη να αφήση το ζώον, ακολουθών όμως το ίχνος διά των οφθαλμών του, ίδεν αμυδρόν φως άνωθεν, και τέλος μετά πολύν αγώνα εξήλθε. Μετά την παράδοξον ταύτην φυγήν υπήγεν αμέσως προς το στράτευμά του[1], και γενόμενος πάλιν στρατηγός, έκαμε μίαν ευτυχή έξοδον διά νυκτός κατά των Κορινθίων. Ως τόσον μετ’ ολίγον ελήφθη από τινας Κρήτας· αλλά μεθύσας και φονεύσας τους φύλακάς του με τα ίδιά των ξίφη, επεστρεψε πάλιν εις το στράτευμα. Πλην μόνη η ανδρεία του δεν ήτον ικανή να εμποδίση τον αφανισμόν της πατρίδος του· και μ’ όλον οπού με μόνην την αυτού ανδρείαν είχεν απολαύση τρις τα Εκατομφόνια, θυσίαν τινά τελουμένη προς τιμήν, όσοι εφόνευον αυτοχειρί εκατόν από τους πολεμίους, ως τόσον, επειδή αι δυνάμεις του ήσαν ολίγαι, και απέκαμον εκ του παντοτεινού πολέμου, η μεν πόλις Είρα, την οποίαν αυτός διευθέντευεν, εάλω[2], οι δε Μεσσήνιοι κατέφυγον εις τον Αναξίλαν βασιλεά της Σικελίας, τον δε Τυρταίον επολιτογράφησαν οι Λακεδαιμόνιοι, το οποίον ην η μεγαλητέρα τιμή οπού ημπόρουν να κάμωσιν[3]. Η Σπάρτη ενωθείσα μετά της Μεσσηνίας, έγινε μία από τας δυνατωτάτας επαρχίας της Ελλάδος[4], παραχωρούσα τα πρωτεία μόνον εις τας Αθήνας, την οποίαν εθεώρουν πάντοτε οι Σπαρτιάται με φθονερόν όμμα।
Αι τύχαι τούτου του Ήρωος είναι άξιαι διηγήσεως. Αφ’ ου ούτος προσήχθη αιχμάλωτος εις την Σπάρτην, ερρίφθη αυτός και οι πεντήκοντα στρατιώται μετ’ αυτού εις ένα βαθύ υπόγειον χάσμα, διωρισμένον προς τιμωρίαν των κακούργων. Όλοι οι λοιποί πίπτοντες εφονεύθησαν πλην του Αριστομένους, όστις ευρίσκων εις τον βυθόν του χάσματος μίαν αλώπεκα, οπού έτρωγεν ένα νεκρόν, και προφυλαττόμενος από το στόμα του ζώου, εκρατείτο από την ουράν, έως ου το ζώον έφθασεν εις την φωλέαν του· αλλ’ επειδή ενταύθα η έξοδος ην πολλά στενή, ηναγκάσθη να αφήση το ζώον, ακολουθών όμως το ίχνος διά των οφθαλμών του, ίδεν αμυδρόν φως άνωθεν, και τέλος μετά πολύν αγώνα εξήλθε. Μετά την παράδοξον ταύτην φυγήν υπήγεν αμέσως προς το στράτευμά του[1], και γενόμενος πάλιν στρατηγός, έκαμε μίαν ευτυχή έξοδον διά νυκτός κατά των Κορινθίων. Ως τόσον μετ’ ολίγον ελήφθη από τινας Κρήτας· αλλά μεθύσας και φονεύσας τους φύλακάς του με τα ίδιά των ξίφη, επεστρεψε πάλιν εις το στράτευμα. Πλην μόνη η ανδρεία του δεν ήτον ικανή να εμποδίση τον αφανισμόν της πατρίδος του· και μ’ όλον οπού με μόνην την αυτού ανδρείαν είχεν απολαύση τρις τα Εκατομφόνια, θυσίαν τινά τελουμένη προς τιμήν, όσοι εφόνευον αυτοχειρί εκατόν από τους πολεμίους, ως τόσον, επειδή αι δυνάμεις του ήσαν ολίγαι, και απέκαμον εκ του παντοτεινού πολέμου, η μεν πόλις Είρα, την οποίαν αυτός διευθέντευεν, εάλω[2], οι δε Μεσσήνιοι κατέφυγον εις τον Αναξίλαν βασιλεά της Σικελίας, τον δε Τυρταίον επολιτογράφησαν οι Λακεδαιμόνιοι, το οποίον ην η μεγαλητέρα τιμή οπού ημπόρουν να κάμωσιν[3]. Η Σπάρτη ενωθείσα μετά της Μεσσηνίας, έγινε μία από τας δυνατωτάτας επαρχίας της Ελλάδος[4], παραχωρούσα τα πρωτεία μόνον εις τας Αθήνας, την οποίαν εθεώρουν πάντοτε οι Σπαρτιάται με φθονερόν όμμα।