Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010
Ιστορία της Ελλάδος
Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010
Ιστορία της Ελλάδος
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805
Τοιούτον ην εν γένει το πνεύμα των του Λυκούργου νόμων[1], οίτινες διά το τέλος των επεσπάσαντο την υπόληψιν, και τον θαυμασμόν όλων των πέριξ εθνών. Οι λοιποί Έλληνες απατώμενοι από λαμπράς μάλλον, ή ωφελίμους αρετάς, αθαύμαζον τους νόμους του Λυκούργου, οι οποίοι επενοήθησαν διά να κάμνωσι τους ανθρώπους πολεμικούς μάλλον, ή ευδαίμονας, και να προξενώσιν αναισθησίαν αντί ηδονής. Εις ένα πολιτικόν άνθρωπον δεν φαίνεται η πόλις της Λκεδαίμονος άλλοτι, ειμή μία στρατιωτική φρουρά φυλαττομένη, και τρεφομένη από τους κόπους παμπόλλων δούλων. Οι Σπαρτιατικοί νόμοι δεν ήσαν αυστηρότεροι από πολλούς στρατιωτικούς νόμους μεωτέρων βασιλέων· επειδή ο αυτός κόπος, η αυτή παιδεία, πτωχεία, και υποταγή, οπού συνειθίζοντο διά πολλών αιώνων εις την Σπάρτην, ευρίσκονται και τώρα εις πολλάς φρουρουμένας πόλεις της Ευρώπης.
Και η μόνη διαφορά μεταξύ ενός Λάκωνος στρατιώτου, και ενός φρουρού εν Γραβελίνω, μοι φαίνεται είν’ αυτή· ότι ο μεν Λάκων είχε την άδειαν να υπανδρεύηται εις τους τριάκοντα χρόνους, εν ω εις τον δεύτερον είν’ απηγορευμένον τούτο διά βίου· και ο μεν ζη εις το μέσον μιας πεπολιτισμένης επαρχίας, την οποίαν ελπίζει να διαυθεντεύση, ο δε έζη εις το μέσον ενός αριθμού πεπολιτισμένων επαρχιών, τας οποίας δεν είχε κλίσιν να βλάψη. Ο δε πόλεμος είναι επίσης το έργον και των δύο, και η εκστρατεία είναι συχνάκις μία μεγάλη αναψυχή από το αυστηρότερον κασθήκον μιας κεκλεισμένης φρουράς[2]
Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010
Ιστορία της Ελλάδος
Ολιβιέρου Γολδσμιθίου, Βιέννη 1805
Κρυπτία
Ούτω λοιπόν εμπιστευόμενος ο Λυκούργος μόνον εις την ανδρείαν των λακεδαιμονίων την ασφάλειαν, εμπόδιζε να περιτειχίσωσι την πόλιν, λέγων, ότι το τείχος από ανθρώπους ήτον κάλλιον από ένα τείχος λίθων, και ότι μία περικεχαρακωμένη ανδρεία δεν διαφέρει από την δειλίαν. Επ’ αληθείας, μία πόλις, εν η ήσαν τριάκοντα χιλιάδες μάχιμοι άνδρες, δεν εχρειάζετο τειχών προς υπεράσπισιν· και μόλις ευρίσκομεν εις την ιστορίαν καν ένα παράδειγμα, ότι υπέμειναν ποτέ να διωχθώσιν έως εις το τελευταίον των καταφύφιον. Ο πόλεμος, και αι εξ αυτού τιμαί ήσαν το μόνον εφετόν πράγμα αυτοίς, εν ω οι Είλωτες εφρόντιζον υπέρ των αγρών, και έκαμνον όλας τας δουλικάς υπηρεσίας. Ούτοι οι δυστυχείς άνθρωποι ήσαν τρόπον τινά δεδεμένοι εις την Λακωνικήν· επειδή ο νόμος δεν επέτρεπε να τους πωλώσιν εις ξένους, ή να τους απελευθερώσιν. Ανίσως δε πότε η πολυπλασίασίς των ην μεγάλη, ή ύποπτος εις τους απηνείς δεσπότας των, ην ένα μυστικόν έργον, ονομαζόμενον Κρυπτία, καθ’ ο συνεχωρούντο οι πολίται να τους εξολοθρεύωσιν. Ο Πλούταρχος αθοώνει[1] μεν τον Λυκούργον από ταύτης της βαρβαρικής αυστηρότητος, πλην είναι πασίδηλον, ότι οι νόμοι του δεν ήσαν ικανοί να εμποδίσωσι τον λαόν από μίαν τοιαύτην ουτιδανή, και απάνθρωπον πράξιν. Η δε Κρυπτία ην τοιαύτη· πολλοί νέοι έχοντες ξιφίδια, και τροφήν αναγκαίαν, εξήρχοντο σωρηδόν της πόλεως, και κρυπτόμενοι μεθ’ ημέραν εις τους κλάδους, έτρεχον την νύκτα, και απέσφαζον όσους Είλωτας απήντων.
Ο Θουκυδίδης λέγει, ότι δυσχίλιοι από τούτους τους δούλους έγιναν παραχρήμα αφανείς, χωρίς να ακουσθή τι μετέπειτα περί αυτών[2]. Τούτο υπάρχει τη αληθεία πολύ παράδοξον, πώς ένα τοιούτον έθνος, ως οι Σπαρτιάται, οι περίφημοι άλλως διά την προς τους εχθρούς ημερότητα, διά την προς τους γέροντας ευλάβειαν, διά την προς τους άρχοντας υπακοήν, και διά την προς αλλήλους φιλίαν, αυτοί, λέγω, να φέρωνται τόσον αλόγως και θηριωδώς προς τους υποδεεστέρους των, τους οποίους έπρεπε να θεωρώσιν εν παντί πράγμασι ως ισοτίμους, ως συμπατριώτας, και οι οποίοι μόνον παρά νόμον έγιναν δούλοι. Ως τόσον κανένα δεν είναι τόσον βέβαιον, όσον η απάνθρωπος μεταχείρισις αυτών· επειδή ούτοι όχι μόνον ήσαν καταδεδικασμένοι εις τας βαρυτάτας υπηρεσίας, αλλά και πολλάκις εφονεύοντο χωρίς λόγου· και πολλάκις μεθύοντες αυτούς, τους εδείκνυον εμπαικτικώς εις τους παίδας, διά να τους φοβίσωσιν από τοιαύτην άλογον ασωτείαν.