Ολιβιέρου Γολσμιθίου, Βιέννη 1805
Σόλων και Πεισίστρατος
Εν ω δε ο Πεισίστρατος ην εις ακμήν να τελειώση τον σκοπόν του, και να ευχαριστήση την άμετρόν του φιλαρχίαν, επέστραψε προς άκρα αυτού λύπην και ο Σόλων μετά απουσίαν δέκα χρόνων[1], όστις μαθών τους σκοπούς του, εζήτει να τους ματαιώση. Όθεν ο Πεισίστρατος ειδώς τον εαυτού κίνδυνον, και την οξύνοιαν του Νομοθέτου, μετεχειρίζετο όλην του την πανουργίαν, ίνα κρύψη τους καθ’ αυτό σκοπούς· και εν ω εις το φανερόν εκολάκευε τον Σόλωνα, έπασχε κρυφίως να ελκύση τον λαόν προς εαυτόν. Ο Σόλων εν πρώτοις ηγωνίζετο να αντιφέρη τέχνην κατά της πανουργίας, και να τον νικά με τα ίδιά του άρματα. Αυτός επήνει αυτόν ομοίως εκ μέρους του, και ηκούσθη ποτέ να λέγη, το οποίον ενδέχεται να είναι και αληθές, ότι ανίσως εξαιρέση τις το φιλόπρωτον της ψυχής του Πεισιστράτου, δεν εγνώριζεν άλλον ευφυέστερον προς αρετήν, ουδέ καλλίτερον πολίτην. Ως τόσον έπασχεν έτι να περιστείλη, και να ανατράψη τους σκοπούς του, πριν έλθωσιν εις ακμήν εκπληρώσεως.
[1] Πλούτ. και Διογ. Λαέρτ. εν Σόλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου